- ὑπεραίσιος
- ὑπεραίσιος, ον,A excessive, immoderate, prob. in Lyr.Adesp. in PRyl. 14.8, cf. AB359, EM39.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεραίσιος — ον, Α υπέρμετρος, υπερβολικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αἶσα «μοίρα» (βλ. και λ. αἶσα)] … Dictionary of Greek
ὑπεραίσιον — ὑπεραίσιος excessive masc acc sg ὑπεραίσιος excessive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)